- συγκατατεινέτω
- σύν-κατατείνωstretchpres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατατείνω — Α τεντώνω μαζί («ἅμα μὲν συγκατατεινέτω τὸ σκέλος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατείνω «εκτείνω, τεντώνω»] … Dictionary of Greek